ἀποτίκτω

ἀποτίκτω
ἀποτίκτω 1 aor. pass. ptc. ἀποτεχθέντες 4 Macc 13:21 (s. τίκτω; Pla., Plut.; Artem. 1, 16; 4 Macc 13:21; 14:16; Philo, Virt. 139, Aet. M. 60; Ath. 22, 4; 27, 1) bring to birth τὰ ἀποτικτόμενα children born after a full-term pregnancy (in contrast to premature births or abortions) ApcPt Fgm. 3 p. 12, 31.—DELG s.v. τίκτω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποτίκτω — ἀποτίκτω (Α) [τίκτω] παράγω, γεννώ …   Dictionary of Greek

  • προαποτίκτω — Α γεννώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποτίκτω «γεννώ»] …   Dictionary of Greek

  • συναποτίκτω — Α 1. γεννώ συγχρόνως 2. παράγω κάτι από κοινού με άλλον 3. παράγω συγχρόνως («τὴν φύσιν... πολλὰ τοῑς χρηστοῑς ὁμοῡ φαῡλα συναποτίκτειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποτίκτω «γεννώ, παράγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”